- Γένοβα ή Τζένοβα
- (Genova). Πόλη (632.366 κάτ. το 2000) της Ιταλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (1.831 τ. χλμ., 913.218 κάτ. το 2000) στην περιοχή της Λιγηρίας, στον ομώνυμο κόλπο. Βρίσκεται σε προνομιούχα τοποθεσία, η οποία διευκολύνει τις επικοινωνίες της με την ενδοχώρα. Πίσω από την πόλη, οι Λιγηρικές Άλπεις χαμηλώνουν και ανοίγουν μια σειρά από περάσματα προς την κοιλάδα του Πάδου· στο γεγονός αυτό οφείλεται η μεγάλη σημασία που είχε για πολλούς αιώνες το λιμάνι της Γ., το οποίο τον 20ό αι. μεγάλωσε πάρα πολύ με την ανάπτυξη των συγκοινωνιακών μέσων και της βιομηχανίας. Παλαιότερα η πόλη βρισκόταν μεταξύ των ποταμών Πολτσεβέρα στα Δ και Μπιζάνιο στα Α. Σήμερα, η μείζων περιφέρεια της Γ. φτάνει στα Δ έως το Βόλτρι, στα Α έως το Νέρβι και στα Β έως το Ποντεντέτσιμο. Οι νέες απαιτήσεις της ζωής επέφεραν βέβαια πολλές αλλαγές, ακόμα και στο παλαιό κέντρο της πόλης, το οποίο ωστόσο διατηρεί μερικές συνοικίες με στενά δρομάκια και σκαλιά, όπου κατοικούν ναυτικοί και άνθρωποι του λιμανιού. Οι μεγάλοι δρόμοι που ανεβαίνουν προς τους γύρω λόφους παρουσιάζουν μεγάλη κίνηση, με μεγάλα σύγχρονα κτίρια, όπου κυριαρχεί το μπαρόκ. Ακριβώς Α του λιμανιού βρίσκεται η μητρόπολη του Σαν Λορέντσο (12ου-13ου αι.), το κυριότερο μεσαιωνικό μνημείο της πόλης. Αξίζει να αναφερθούν το γοτθικό ανάκτορο Σαν Τζόρτζιο, ωραίο οικοδόμημα γοτθικού-αναγεννησιακού ρυθμού, το Ερυθρό Ανάκτορο και το Λευκό Ανάκτορο, με πλούσιες πινακοθήκες έργων τέχνης, το δουκικό ανάκτορο, αναγεννησιακής τέχνης, το βασιλικό ανάκτορο και το μέγαρο του πανεπιστημίου. Διατηρούνται επίσης σε καλή κατάσταση αρκετές εκκλησίες, καθώς επίσης και το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Χριστόφορος Κολόμβος. Το παλαιότερο τμήμα του λιμανιού χρονολογείται από τον 12o αι. Η επέκτασή του συνεχίστηκε έως σήμερα, οπότε έφτασε να καταλαμβάνει μια επιφάνεια 5 τ. χλμ. Χάρη στις οδικές συγκοινωνίες στην πεδιάδα του Πάδου, στο λιμάνι της Γ. καταφτάνουν οι πρώτες ύλες που εισάγονται από το εξωτερικό, από τις ίνες υφαντουργίας μέχρι το κάρβουνο, από τα δημητριακά μέχρι τα ορυκτέλαια. Το εμπόριο αποτέλεσε από την αρχή τη βάση της οικονομίας της Γ., αλλά τον 20ό αι. σημειώθηκε και μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στους τομείς των μηχανοκατασκευών, της μεταλλουργίας, της σιδηρουργικής και της χημικής βιομηχανίας. Επίσης στη Γ. βρίσκονται τα δύο τρίτα των ιταλικών ναυπηγείων.
Ιστορία. Εμπορικό κέντρο με μεγάλη κίνηση ήδη από τον 4ο αι. π.Χ., κατά τη διάρκεια του Β’ Καρχηδονιακού πολέμου (218 π.Χ.), η Γ. υπήρξε πιστή σύμμαχος των Ρωμαίων. Για την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα ελάχιστες ειδήσεις υπάρχουν. Περιήλθε στην εξουσία των Γότθων, των Βυζαντινών και των Λομβαρδών, και τον 8o αι. αποτέλεσε καρλοβιγγειανή μαρκιωνία. Τον 11ο αι. ο επίσκοπος Ομπέρτο αναδείχτηκε ηγέτης της πόλης και ταυτόχρονα η γύρω περιοχή γνώρισε μεγάλη ακμή. Τότε αναπτύχθηκε η Κομπάνια, ελεύθερη ένωση των διαφόρων στρωμάτων του πληθυσμού, που την κυβερνούσαν ύπατοι και αποτέλεσε την απαρχή του μελλοντικού δήμου, ο οποίος είχε ως βάση τον ναυτικό και εμπορικό πλούτο της πόλης.
Οι ηγεμόνες της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ζήτησαν τη βοήθεια της Γ. Ο Koράδος Β’ της αναγνώρισε το δικαίωμα να κόβει δικά της νομίσματα, ενώ ο Φρειδερίκος Α’ εγγυήθηκε την πλήρη ανεξαρτησία της, σε αντάλλαγμα της βοήθειας που του έδωσε κατά των Νορμανδών της Σικελίας το 1162. Τον 13o αι. η Γ. συνάντησε πολλές εσωτερικές και εξωτερικές δυσκολίες. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β’ είχε εχθρικές διαθέσεις κατά των Γενουατών, επειδή είχαν δανείσει τον στόλο τους στον πάπα. Η εμπορική και εδαφική επέκταση της Γ. οδήγησε σε πόλεμο με την Πίζα και σε όχι καλές σχέσεις με την Αλεσάντρια και την Τορτόνα. Με την εκλογή του Γενουάτη Σινιμπάλντο ντέι Φιέσκι το 1243 ως πάπα Ινοκέντιου Δ’, η πόλη έγινε κέντρο της παπικής πολιτικής, ενώ ο θάνατος του Φρειδερίκου Β’ (1250) βελτίωσε τις προοπτικές εμπορικών συναλλαγών. Στο μεταξύ ξέσπασαν εμφύλιες διαμάχες μεταξύ ευγενών και λαού. Η εξουσία των πρώτων μειώθηκε και ο Γκουλιέλμο Μποκανέγκρα ανακηρύχθηκε το 1257 ο πρώτος αρχηγός του λαού (Capitano del popolo), που αποτελούσε νέο διοικητικό αξίωμα. Οι εξωτερικές όμως πιέσεις της Βενετίας και του Καρόλου του Ανδηγαυικού άλλαξαν και πάλι το πολίτευμα και η εξουσία δόθηκε το 1265 σε δύο κυβερνήτες, από τις οικογένειες των Ντόρια και των Σπινόλα. Τα πράγματα άλλαξαν για τους Γενουάτες όταν ο στόλος της Πίζα ηττήθηκε στη Μελορία, το 1284, και η Βενετία στις Κουρτσολάρι, το 1298. Οι εμφύλιοι όμως αγώνες, οι επιθέσεις του σουλτάνου της Αιγύπτου στην Ανατολή και η επιθετική πολιτική των βασιλιάδων της Αραγονίας στη Δύση επέφεραν την εξασθένηση της Γ. Το 1339 η Γ. αντέγραψε το σύστημα της Βενετίας και ο Σιμόνε Μποκανέγκρα ανακηρύχθηκε δόγης. Το 1421 η Γ. περιήλθε στην εξουσία των Βισκόντι του Μιλάνου και στο τέλος του αιώνα κατέλαβαν την πόλη οι Γάλλοι. Την ανακατέλαβε όμως το 1528 ο Αντρέα Ντόρια και εξακολούθησε η διακυβέρνησή της από δόγηδες με διετή θητεία έως το 1797, οπότε η πόλη δέχτηκε τελικά τη γαλλική κυριαρχία με τη μορφή μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης από μία συνέλευση κατά τα ιακωβινικά πρότυπα. Το 1800 η πόλη πολιορκήθηκε στενά από τους Αυστριακούς, ενώ ο αγγλικός ναυτικός αποκλεισμός διέκοψε όλες της επικοινωνίες. Τέλος, το 1815, η Γ. προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Σαρδηνίας.
Η λεγόμενη «Υψηλή Πύλη» στη Γένοβα ανήκει στο παλαιό τείχος της πόλης, που χτίστηκε γύρω στα μέσα του 12ου αι. (φωτ. Tomsich).
Η οδός Σαν Λούκα στη Γένοβα, ένας από τους παλαιότερους και πιο χαρακτηριστικούς δρομίσκους της παλαιάς πόλης (φωτ. Nat).
Η μεγάλη πύλη της μητρόπολης του Σαν Λορέντσο, με την οποία συνδέονται τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της Γένοβας.
Dictionary of Greek. 2013.